φιγούρα

φιγούρα
η, Ν
1. εικόνα, ζωγραφιά («δεν τού αρέσουν οι φιγούρες τού βιβλίου»)
2. καθένα από τα εικονογραφημένα τραπουλόχαρτα, δηλαδή ο ρήγας, ο βαλές και η ντάμα
3. χορευτική παραλλαγή («έμαθα μια καινούργια φιγούρα τού ταγκό χθες»)
4. (στο θέατρο σκιών) χάρτινο ομοίωμα προσώπου
5. μουσ. το σύνολο τών μελωδικών ή ρυθμικών στοιχείων από τα οποία αποτελείται μια μελωδία, μουσικό σχήμα
6. ναυτ. κοινή ονομασία τού ακροπρώρου, αλλ. ξόανο,
7. στον πληθ. οι φιγούρες·τα άφλαστα τής πρύμνης
8. μτφ. α) η εντύπωση που κάνει ένα πρόσωπο από το παρουσιαστικό του
β) κίνηση, ενέργεια εντυπωσιασμού («όλο φιγούρα ήταν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. figura < λατ. figura (< fingo «πλάθω, διαμορφώνω»)[.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιγούρα — η (λ. ιταλ.) 1. μορφή, σχήμα, εικόνα, πρόσωπο: Στο σεληνόφωτο διαγράφεται η φιγούρα του σώματός της. 2. εικονογραφημένο τραπουλόχαρτο (ρήγας, ντάμα, βαλές): Σ αυτή τη μοιρασιά του πεσαν πολλές φιγούρες. 3. (ναυτ.), το ακρόπρωρο (βλ. λ.), και στον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • φιγουράρω — Ν 1. προκαλώ εντύπωση, φαντάζω 2. κάνω φιγούρα, επιδεικνύομαι 3. φαίνομαι, εμφανίζομαι («η φωτογραφία της φιγουράρει σ όλα τα λαϊκά περιοδικά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. figurare «φαίνομαι, φαντάζω» (< figura, πρβλ. φιγούρα)] …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”